θεσπίζω

θεσπίζω
μετ. постановлять, декретировать; издавать законы, устанавливать институты

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "θεσπίζω" в других словарях:

  • θεσπίζω — prophesy pres subj act 1st sg θεσπίζω prophesy pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπίζω — θεσπίζω, θέσπισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θεσπίζω — (ΑΜ θεσπίζω) [θέσπις] θεσμοθετώ, επιβάλλω κανόνες δικαίου ή συμπεριφοράς (νεοελλ. μσν) 1. διατάσσω, επιβάλλω 2. αποφασίζω, ορίζω 3. διορίζω 4. δηλώνω (μσν αρχ.) 1. προλέγω προφητεύω 2. εκδίδω διάταγμα, πρόσταγμα 3. καθιερώνω 4. νουθετώ,… …   Dictionary of Greek

  • θεσπίζω — θέσπισα, θεσπίστηκα, θεσπισμένος, νομοθετώ: Θεσπίστηκαν οι νόμοι για την πάταξη της φοροδιαφυγής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεσπίζῃ — θεσπίζω prophesy pres subj mp 2nd sg θεσπίζω prophesy pres ind mp 2nd sg θεσπίζω prophesy pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπίσουσι — θεσπίζω prophesy aor subj act 3rd pl (epic) θεσπίζω prophesy fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θεσπίζω prophesy fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθεσπισμένα — θεσπίζω prophesy perf part mp neut nom/voc/acc pl τεθεσπισμένᾱ , θεσπίζω prophesy perf part mp fem nom/voc/acc dual τεθεσπισμένᾱ , θεσπίζω prophesy perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπιεῖ — θεσπίζω prophesy fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) θεσπίζω prophesy fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπιεῦσι — θεσπίζω prophesy fut part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) θεσπίζω prophesy fut ind act 3rd pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπιεῦσιν — θεσπίζω prophesy fut part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) θεσπίζω prophesy fut ind act 3rd pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπιζομένων — θεσπίζω prophesy pres part mp fem gen pl θεσπίζω prophesy pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»